-
1 κωλῡτικός
κωλῡτικός, zum Verhindern, Hemmen geschickt, geeignet; τὰ κωλυτικὰ τῶν ἐναντίων Arist. rhet. 1, 6; τῆς φϑορᾶς de anim. 1, 1; Sp.; – compar., τοῦ δ' ἐπιμελεῖσϑαι οἴει τι κωλυτικώτερον ἀκρασίας εἶναι Xen. Mem. 4, 5, 7.
-
2 κωλυτικος
3препятствующий, мешающийκωλυτικώτερόν τι Xen. — большая помеха;
τὰ κωλυτικὰ τῶν ἐναντίων Arst. — обстоятельства, препятствующие возникновению противоположных качеств